Καίλιος

Καίλιος
(Caelius). Ένας από τους επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης. Είχε ύψος 40 έως 49 μ. και βρισκόταν ΝΑ του Παλατίνου λόφου και Α του Αβεντίνου. Στην εμπορική συνοικία της Ρώμης που βρισκόταν εκεί, κατά την περίοδο λίγο πριν από το τέλος της Δημοκρατίας κατοικούσαν Ρωμαίοι, οι οποίοι ανήκαν στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Στον Κ. υπήρχαν τα ιερά της θεάς Κάρνης και της θεάς Αθηνάς. Κάθε χρόνο, στις 11 Δεκεμβρίου, τελούσαν εκεί τη γιορτή των επτά λόφων. Αρχικά, στον λόφο υπήρχαν μόνο κατοικίες. Αργότερα χτίστηκαν εκεί ανάκτορα και ιδιωτικά μέγαρα καθώς και ναός του αυτοκράτορα Κλαύδιου. Σήμερα, στην ίδια περιοχή, η οποία είναι γνωστή ως Λατερανό, υπάρχουν χριστιανικοί ναοί και μοναστήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καίλιος Αυρηλιανός — (5oς αι. μ.Χ.). Γιατρός, οπαδός της χριστιανικής αίρεσης των μεθοδικών. Ο K.A. έγραψε διάφορες πραγματείες, πολλές από τις οποίες περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τις μεθόδους και το επίπεδο τις αρχαίας ιατρικής επιστήμης …   Dictionary of Greek

  • Απίκιος Καίλιος — Τίτλος μιας ρωμαϊκής σειράς μαγειρικής σε 10 τόμους, που συντάχτηκε τον 3o ή 4o αι. μ.Χ. από κάποιον Καίλιο, που δανείστηκε το όνομα του Μάρκου Γάβιου Απίκιου, διάσημου καλοφαγά της εποχής του Τιβέριου (1ος αι. μ.Χ.). Κατά τον Αθήναιο, ο Απίκιος… …   Dictionary of Greek

  • Αντίπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Μακεδόνας (400 – 319 π.Χ.). Στρατηγός, γιος του Ιόλλα. Το 346, ο Φίλιππος B’ του ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την Αθήνα και κατόπιν την αρχηγία του πολέμου εναντίον της Θράκης. Μετά τη μάχη της… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • επτάλοφος — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 521 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. Α της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρουσσών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ., 841 κάτ …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Πραξαγόρας — Έλληνας γιατρός από την Κω, που έζησε γύρω στο 335 π.Χ., και υπήρξε ένας από τους πρώτους, μετά τον Διοκλή, ανατόμους. Ο Π. ήταν ο πρώτος που ξεχώρισε τις αρτηρίες από τις φλέβες, και ισχυριζόταν ότι ο πυρετός προερχόταν από τη σήψη των χυμών… …   Dictionary of Greek

  • Σεραπίων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από την Αλεξάνδρεια, που έζησε γύρω στο 220 π.Χ. Είχε ιδρύσει την Ιατρική Εμπειρική Σχολή και έγραψε τα εξής έργα: Προς τας αιρέσεις ή τας διαιρέσεις, Υποτυπώδεις εμπειρικαί και Θεραπευτικά, Ο Αυρηλιανός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”